- χέτζινγκ
- το, Νάκλ. (οικον.) αντιστάθμιση κινδύνου, μέθοδος μειώσεως κινδύνου απωλειών που προκαλούνται από τις διακυμάνσεις τών τιμών.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. hedging < hedge «προστασία από οικονομική απώλεια»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.